- μητρυιογάμος
- μητρυιογάμος, ὁ (Α)αυτός που πήρε ως σύζυγο τη μητριά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μητρυιά + γάμος, πρβλ. μητρο-γάμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek